- ἐΰκρημνος
- ἐκρημνος, ον,A with fair cliffs, Opp.C.3.251.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εΰκρημνος — ἐΰκρημνος, ον (Α) αυτός που έχει ωραίους, μεγαλοπρεπείς γκρεμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ (εϋ) + κρημνός] … Dictionary of Greek